ξυλοφορία

ξυλοφορία
-ας N 1 0-0-0-1-0=1 Neh 10,35
task of carrying or bearing wood (for an offering)
Cf. PELLETIER 1975, 230; WALTERS 1973, 325

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυλοφορία — ξυλοφορίᾱ , ξυλοφορία wood carrying fem nom/voc/acc dual ξυλοφορίᾱ , ξυλοφορία wood carrying fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφορία — ξυλοφορία, ἡ (ΑΜ) [ξυλοφόρος] μεταφορά ξύλων αρχ. προσφορά ξύλων («καὶ κλήρους ἐβάλομεν περὶ κλήρου ξυλοφορίας», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • ξυλοφορίας — ξυλοφορίᾱς , ξυλοφορία wood carrying fem acc pl ξυλοφορίᾱς , ξυλοφορία wood carrying fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφορίαν — ξυλοφορίᾱν , ξυλοφορία wood carrying fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυλοφόριος — ξυλοφόριος, ον (Α) [ξυλοφόρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξυλοφορία, στην προσφορά ξύλων 2. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τὰ ξυλοφόρια η εορτή τών Ιουδαίων Σκηνοπηγία, κατά την οποία μετέφεραν κλάδους δένδρων για κατασκευή σκηνών («ἡ τῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”